συχαίνομαι

συχαίνομαι
Ν
βλ. σιχαίνομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σιχαίνομαι — σικχαίνομαι ΝΑ, και σιχαίνουμαι και συχαίνομαι Ν, και ενεργ. τ. σικχαίνω Α 1. νιώθω έντονη αποστροφή και αηδία για κάποιον ή για κάτι (α. «σιχαίνουμαι να τή θωρώ την άσχημή σου μούρη», δημ. τραγούδι β. «σικχαίνω πάντα τά δημόσια», Καλλ.) 2. (η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”